φιλοτιμότερον

φιλοτιμότερον
φιλοτῑμότερον , φιλότιμος
loving honour
adverbial comp
φιλοτῑμότερον , φιλότιμος
loving honour
masc acc comp sg
φιλοτῑμότερον , φιλότιμος
loving honour
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εναποπνέω — ἐναποπνέω (Α) 1. εκπνέω, πεθαίνω κάπου («ὅπως ταῑς πατρῴαις oἰκίαις ἐναποπνεύσωσι», Διόδ. Σικ.) 2. πεθαίνω σε μια περίσταση ή στη διάρκεια ενός έργου ή ευρισκόμενος σε μια κατάσταση («φιλοτιμότερον ἐμφυσῶν ἐναπέπνευσε τῷ αὐλῷ», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”